|
το сарай; кладовая #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сарай? — αποθετάρι как на (ново)греческом будет слово кладовая? — αποθετάρι как с (ново)греческого переводится слово αποθετάρι? — сарай, кладовая — θερμομετρογράφος — ανεμικό — ξεσηκώνομαι — πωλητήριος — αμαρτύρητος — περόνη — παντοκράτωρ — προσκεκλημένος — σπιθούρι — αποκοσκινάω — μάγος — κατόρθωμα — γεροντομοίρι — ανιδρύω — αποβίωση — μηχανουργείο — προμηνάω — αφάτνωτος — ημέτερος — ενυδάτωση — κακοφτιαγμένος |
|||