Новогреческий словарь
σεράγιον
σεράγιον
το
сераль
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сераль
? —
σεράγιον
как с
(ново)греческого
переводится слово
σεράγιον
? — сераль
#
(ново)греческий словарь
—
ψαλιδοειδής
—
σβανάρω
—
επίτιμος
—
ανθί
—
σταδιομέτρηση
—
άρα
—
αποδοτικότητα
—
δακτυλόδεικτούμενος
—
απευθυσμένο
—
ενδέκατος
—
ενθουσιοσμός
—
τριχοφυία
—
απογέννημα
—
παραχρήμα
—
ανεπίτρεπτος
—
κακομαθημένος
—
πολικός
—
φαρίνα
—
κουτσομύτης
—
Αργεντίνος
—
απουσία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве