|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βουτυράκι? — — χοντροκοπάνα — παρηγορώ — αναίσθητος — ξεστυλώνομαι — χάνδαξ — ουρήθρα — ανακρούομαι — ψυχοτεχνία — μοιχεία — ακουλλούριαστος — βλαισόχειρ — κάθειρξη — αντιγραφικά — φιαλωτός — λιοτρουβιό — καταχανάς — πόθος — μποέμ — απάγγιος — ανικτερικός — ταράττω |
|||