|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μουνοχύσιμο? — — αιρετός — γαλλοπούλα — βαφή — οριστικώς — σιναπόσπορος — πεντάμηνος — ζημία — Ιούνιος — γριπάρης — μί — πολλαπλώς — αχεριώνας — μινιατούρα — αλληλοδράνεια — βαλσαμικός — οικοπεδοφάγος — σερπετό — πολεμεφόδια — πραΰνω — πλίθα — πλευροκοπώ |
|||