|
η бот. фундук (кустарник) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фундук? — μουζελιά как с (ново)греческого переводится слово μουζελιά? — фундук — παραπέτο — μισότριβος — αναμίξ — δεκαπεντάκις — ψοφοδιψώ — μόρτης — βυσματώνω — ανέμπιστος — πειθαρχημένος — ερνατικιά — χρονικώς — ασημοκαπνίζω — απέθανα — τερατούργημα — αγουρέλαιον — κρυσταλλωτικός — αρχοθηρία — ξελιγδιάζω — αδίκημα — αλλόπιστος — πλευροειδής |
|||