|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово Πειθώ? — — Τριπτόλεμος — μοσχοκάρφι — μοσκομπίζελο — εφεκτικότητα — φτωχοκόριτσο — βροντολογώ — αναρχίνιστος — ενθρονίζω — κορνάρισμα — ψωριάρικος — συρταριέρα — αμβλύνομαι — αναφεγγιά — κυνοραίστης — παράτυφος — γουλιάρης — κοψοκεφαλιάζω — αγωγιαστήριο — δίκαυλος — οσφύς — μηνίσκος |
|||