|
подлежащий обмену на деньги (о векселе, чеке и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подлежащий обмену на деньги? — εξαργυρωτέος как с (ново)греческого переводится слово εξαργυρωτέος? — подлежащий обмену на деньги — κροντήρα — τελεσφόρος — μικρόφωνο — τορπιλλοθέτις — υδρόθειο — συχωριανός — αισχρούργημα — μελισσουργικός — εγκυκλοπαιδιστής — εξογκωμένος — ψεύστης — φτεροπηδώ — υπεραφθονία — ταχύς — αυτοδικαζόμενος — υπνολάλος — άρτηκας — πενυματισμός — διευρύνομαι — εποικοδομητικός — διαφθορεύς |
|||