|
1. этимологический; 2. (τό) этимология (наука) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово этимологический? — ετυμολογικός как на (ново)греческом будет слово этимология? — ετυμολογικός как с (ново)греческого переводится слово ετυμολογικός? — этимологический, этимология — διολισθαίνω — θαλασσοκρατία — κινούμενα σχέδια — μπότης — μικρούλης — απανωγόμι — ιριδοκήλη — Αυγούστα — γελωτοποίηση — αλαγάριστος — πυκνός — βουτροφία — άγγελος — κουλό — ανακαρού — ξεναγία — απαξία — προκατακλυσμιαίος — αναρροφώ — γιδομάντρι — ξινίζομαι |
|||