Новогреческий словарь
ετυμολογικός
ετυμολογικός
1.
этимологический
;
2. (τό)
этимология
(наука)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
этимологический
? —
ετυμολογικός
как на
(ново)греческом
будет слово
этимология
? —
ετυμολογικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ετυμολογικός
? — этимологический, этимология
#
(ново)греческий словарь
—
καδμείος
—
θώπευμα
—
γαλακτοφαγία
—
στοιβαχτός
—
λεμονανθός
—
ανθρωπιστικός
—
αφυπηρετάω
—
αθάνατοι
—
αφιλοκέρδεια
—
τερματάκι
—
γλυκοκοίταγμα
—
κιοτής
—
ξεπαρμένος
—
αδεξιότητα
—
υπτιάζω
—
άπνιχτος
—
υποτροπιάζω
—
οσμή
—
αντιπολιτικός
—
συζητω
—
προηγουμένως
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,