Новогреческий словарь
συρταρόλι
συρταρόλι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
συρταρόλι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
πεντηκονταετής
—
ανευσεβάστως
—
διέταμον
—
κράξιμο
—
αντεργάτης
—
αμφικτιονία
—
ευδιάκριτος
—
μυλόπετρα
—
βολή
—
εξωτικός
—
κουμπωμένος
—
βοηθός
—
λιπόθυμος
—
λιγόπιστος
—
πρωρατικός
—
δυσφημώ
—
αθάρευτος
—
υπόλοιπο
—
στρίγκλα
—
μαρμαρογλύπτης
—
επίκλειθρον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве