|
ο деревянная стена #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово деревянная стена? — ξυλότοιχος как с (ново)греческого переводится слово ξυλότοιχος? — деревянная стена — ινώδης — στρώνω — κουτρουβαλιάζω — ωόπ! — εβδομάδα — αυτοκριτικάρομαι — υποδουλωτής — κυρτός — αποδιαλόγι — βαθομέτρηση — κόπος — αγκωνιαστά — βραδύνους — αλλοτροπία — σύνδρομο — εκατόλιτρο — κοιμήσικα — λεκτικός — ντόμπρος — συνεισφερόμενος — χελώνι |
|||