|
вымазать #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πασαλείβω? — — πιανίσιμο — μεταλλειολόγος — ευκολογνώριστος — ενήλιξ — διχοτόμος — γραμματική — αμώμητος — αναφλεγμαίνω — αλατοφύλακας — εγχειρητής — πρίνος — βήμα — απόκειται — δραστηριοποίηση — οικτίρμων — γεννοβολώ — ασχήμισμα — επονειδιστικός — ακρίβια — φαλακρώνω — διορίζω |
|||