πασαλείβω

формы словаβ
πασαλείβω
вымазать


#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово πασαλείβω? —


πιανίσιμομεταλλειολόγοςευκολογνώριστοςενήλιξδιχοτόμοςγραμματικήαμώμητοςαναφλεγμαίνωαλατοφύλακαςεγχειρητήςπρίνοςβήμααπόκειταιδραστηριοποίησηοικτίρμωνγεννοβολώασχήμισμαεπονειδιστικόςακρίβιαφαλακρώνωδιορίζω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit