|
1) неповторённый; 2) не вздвоённый (о пашне) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неповторённый? — αδευτέριστος как на (ново)греческом будет слово не вздвоённый? — αδευτέριστος как с (ново)греческого переводится слово αδευτέριστος? — неповторённый, не вздвоённый — συμπαρομαρτούντα — σαμάρι — αργύριον — πισωδρομώ — ακτοπλοΐα — μουσικοθεραπεία — παρέστιος — σοϊλής — εξανθράκωση — ξενοιασιά — επικαιρότητα — κατάξερος — σκορποχώρι — πατρόν — γώνιασμα — ανορμος — ιδρωτίλα — τρίβομαι — περουκιέρης — ξανθοπώγων — ανέβγαλτος |
|||