|
(-ηρος) ο воен. банник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово банник? — αποκαθαρτήρας как с (ново)греческого переводится слово αποκαθαρτήρας? — банник — τροχάω — νικοτίνη — μεταχρωματίζω — μεθώ — δεκαφτά — προσμειδιώ — προτεραιότητα — καινοζωικός — φκιασίδι — περίτριμμα — βλήμα — κυβερνητική — επισημαίνω — ανεπαίσχυντα — δύση — λιόκουρο — έβην — ζούγκλα — δοσμένος — ηθογράφος — εργασιακός |
|||