|
η никелировка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово никелировка? — νικέλωση как с (ново)греческого переводится слово νικέλωση? — никелировка — μαργωτήρα — μπάτσος — σκέπη — δευτερευόντως — προεξάγω — αναγομώνω — αμπελικός — απάνεμος — ετερόγλωσσος — ρωπικός — αυτοδοκιμασία — παρεπόμενος — Αργεντινή — χονδρομέταξα — αυγουλάτος — διακονιάρης — μυλαύλακο — ισόβια — εξηκοστός — εφοδιάζομαι — φιλάγαθος |
|||