|
η : ~! — [phrase]ни слова![/phrase]; ~ δέν ακούεται — мёртвая тишина; δέν βγάζω ~ — ничего не говорить, не проронить ни слова #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσιμουδιά? — — αναμάσηση — εμμετρωπία — κατασπάζομαι — εκκλησιάρης — βάλτος — οινοπνευματομετρητής — γιδόγραικο — ηλιοθεραπεία — μονομαχώ — ερειπώ — στοιχειομετρία — λακωνισμός — απελεύθερος — πυρασφάλεια — αμφίβιος — αρμένικα — διάνθισμο — αποδίωξη — επάχθεια — παρακλητικός — κλήρα |
|||