|
η погонщица ослов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово погонщица ослов? — γαϊδουριάρισσα как с (ново)греческого переводится слово γαϊδουριάρισσα? — погонщица ослов — αισθηματολογικά — γλαροπούλι — ταπέτο — υδαρότητα — αυταπάρνηση — βέβαιον — επιψεκασμός — κωνοειδής — ντύμα — σταθεροποιούμαι — κρήνη — γονατιά — χρηστοήθεια — περβάζι — υδρογόνο — απιδέα — πινακογλείφτης — νικέλιο — θαλασσινά — σωσίβιος — λεκές |
|||