|
το справочник; реестр; индекс #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово справочник? — ονομαστικό как на (ново)греческом будет слово реестр? — ονομαστικό как на (ново)греческом будет слово индекс? — ονομαστικό как с (ново)греческого переводится слово ονομαστικό? — справочник, реестр, индекс — υπαιτιότητα — Φιλλανδός — ενυποθηκεύω — ιχθυολογικός — καπνοπρατήριο — τελωνοφυλακή — δικράνι — κοσμικός — διαφυλάττω — τρίφτης — φιλόστοργος — ξεσέρνω — ενδείκτης — ακριβοθυγατέρα — μπιζού — ψυχαριστής — εκλαϊκευτικός — κουνω — απονενοημένος — κατοικίζω — ανιχνεύτρια |
|||