|
зажим (приспособление) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зажим? — συσφιγκτήρας как с (ново)греческого переводится слово συσφιγκτήρας? — зажим — αντιπολιομυελιτικός — δανείστρια — κακογερόνω — πλισσάρισμα — αρνόδερμα — νατουραλιστικός — ποντικοπαγίδα — όλκιμος — μάκρος — ακόνη — θαλασσίς — κνημίδα — ακρεοφάγος — γαργιάρης — δικαιοδοσία — μυρρωνικός — χούντα — αίσκιωτος — άχειρ — Ερατώ — ηλεκτροποιώ |
|||