|
(-ποδός) косолапый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово косолапый? — ραιβόπους как с (ново)греческого переводится слово ραιβόπους? — косолапый — καθάρισμα — φιλάσθενος — ταπεινωμένος — αναζυμούμαι — κορδακισμός — διαστάλαξις — άσπρα — αντίπαλος — ακυρολεξία — αγανός — περίπτυξη — γκαζόζα — χρονισμός — έννατος — φρουτάκι — τηλεπικοινωνιακός — βροντισμός — αριστοτέχνης — ανεύθυνος — λογομαχία — σερίφης |
|||