|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σουλατσάρισμα? — — αγουροθερίζω — ιδεαλιστής — παρεμφερής — ωολογία — αξιόποινος — φεσοφόρος — αποκάρωση — ρυπαρογραφία — επαιτικός — απαισιοδοξία — θυμητικό — εκπαιδεύω — ψαρόκολλα — μεσοσαράκοστα — ιστιόρραμμα — εκατομμυριούχος — γητειά — κοινονευτικος — ανημμένος — λόξευμα — θρηνώ |
|||