|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στλεγγίζω? — — αναμεράω — ασκιαγος — οξύνω — ζοφός — έφελξη — καταδολίευση — φάσκελο — ανιών — παιδαγώγησις — υστερόχρονος — κιάλια — μνηστεύω — σπόρτ — κουρείο — ταμπού — επίπτωση — αυτοσυντήρηση — διμορφίσμος — αψηλάφιστα — ελεφαντόδους — ψαροτόμαρο |
|||