Новогреческий словарь
Ω
Ω
, ω 1)
омега
(последняя, двадцать четвёртая буква греческого алфавита);
τό α καί τό ω — [phrase]альфа и омега, начало и конец[/phrase]
;
2) знак числа:
ω' — = 800 и восьмисотый,
,ω — = 800 000 и восьмисоттысячный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
омега
? —
Ω
как с
(ново)греческого
переводится слово
Ω
? — омега
#
(ново)греческий словарь
—
γερουσία
—
βαλαρίζω
—
ιχνοστοιχείο
—
αλμυρό
—
τέταρτος
—
ανήκεστος
—
φαλάγγι
—
γλυκομίλητος
—
αρχειοθέτρια
—
παραγοντισμός
—
διατηρησιμότητα
—
αθανασία
—
τορνωτός
—
φυλακή
—
ωρυγή
—
υδροσκοπία
—
γλυκομεσήμερο
—
κλεφτοτόπι
—
αφοβέριστος
—
γλυκομιλώ
—
συναλλαγματοβόρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,