|
ячменный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ячменный? — κριθαρήσιος как с (ново)греческого переводится слово κριθαρήσιος? — ячменный — μονόπρακτον — γελαστός — εμβέλεια — πειθαρχημένος — ανεξήγητος — ηλεκτρομηχανικός — εναρκτήριος — αθόρυβα — βροντω — ζητητικός — τούννελ — μαλακτικότητα — στομαλγία — περηφάνια — συριακά — αναγορευτικός — νεφελούμαι — μεγαλοφρονώ — σαρακοστιάτικα — ξεμουδιάζω — υπολειμματικός |
|||