|
ο блоха; === μού μπήκαν ~οι στ' αυτιά или άρχισαν νά μέ τρων οι ~οι — [phrase]меня охватили подозрения, я почуял что-то неладное[/phrase]; ~ους στ' αχερα (γυρεύω) — искать иголку в стоге сена; ούτε ~ στόν κόρφο του — [phrase]я его судьбе не завидую[/phrase]; καλλιγώνω τόν ~ο — подковать блоху; γιά ~ου πήδημα — из-за пустяков #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово блоха? — ψύλλος как с (ново)греческого переводится слово ψύλλος? — блоха — εντροπία — λαλώ — προγαμιαίος — πρόσκειμαι — καχεκτικότητα — αγναντιάζω — καπνοσωλήν — χλωροφορμικός — εξοβελίζομαι — οργανοθεραπεία — πλινθίον — διάναξις — καράφλα — εντροπαλότητα — ανυποθήκευτος — ανακαλώ — ασκελιά — υδροηλεκτρικός — αυτοταπείνωση — καρχηδονιακός — αναθεματίζω |
|||