ψύλλ|ος

формы словаβ
ψύλλ|ος
ο блоха;

===
          μού μπήκαν ~οι στ' αυτιά или άρχισαν νά μέ τρων οι ~οι — [phrase]меня охватили подозрения, я почуял что-то неладное[/phrase];
          ~ους στ' αχερα (γυρεύω) — искать иголку в стоге сена;
          ούτε ~ στόν κόρφο του — [phrase]я его судьбе не завидую[/phrase];
          καλλιγώνω τόν ~ο — подковать блоху;
          γιά ~ου πήδημα — из-за пустяков



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово блоха? — ψύλλος
как с (ново)греческого переводится слово ψύλλος? — блоха


εντροπίαλαλώπρογαμιαίοςπρόσκειμαικαχεκτικότητααγναντιάζωκαπνοσωλήνχλωροφορμικόςεξοβελίζομαιοργανοθεραπείαπλινθίονδιάναξιςκαράφλαεντροπαλότηταανυποθήκευτοςανακαλώασκελιάυδροηλεκτρικόςαυτοταπείνωσηκαρχηδονιακόςαναθεματίζω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit