|
покрываться перхотью #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово покрываться перхотью? — πιτυργιάζω как с (ново)греческого переводится слово πιτυργιάζω? — покрываться перхотью — ξυλοκόπημα — μανικιούρ — σχετικός — αρπώ — μαρξιστικός — φιστικοβούτυρο — κάμποσος — εξουθενίζω — επικοπίδα — σαγήνευση — πλατειασμός — κινητός — σαφρακιασμένος — ανεγκαινίαστος — αποσφράγισμα — εμβιβάζομαι — πλουμί — πρόσωπο — εισοδηματίας — τετραψήφιος — άλειμμα |
|||