|
капиталистический; ~ές χώρες — капиталистические страны; ~ή αγορά — капиталистический рынок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово капиталистический? — καπιταλιστικός как с (ново)греческого переводится слово καπιταλιστικός? — капиталистический — εκκρεμώ — ομοιογενής — χιτώνιο — αντικλείδι — δαφνοστεφανωμένος — υπωρόφιος — αμφικάλυμμα — άσπρο — γυναικισμός — καταπιεστικός — αγορητής — εντατικότητα — γαλλί — βαρβάτιασμα — δοκάνη — φιλόθεος — κάνω — αποκαλύφτω — ανεπηρέαστα — μαγιόλικα — κεραμική |
|||