|
неосвобождённый; порабощенный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неосвобождённый? — ανελευθέρωτος как на (ново)греческом будет слово порабощенный? — ανελευθέρωτος как с (ново)греческого переводится слово ανελευθέρωτος? — неосвобождённый, порабощенный — υπερμέγιστος — ημιάνοικτος — αμυλάζη — σταμνάς — εθελοτυφλία — χειροκρότηση — μαίνομαι — διεκπρίω — τεσσαράκοντα — υφάντρα — διακουστική — δεξιοτέχνης — αυτοκατάκριτος — ξενερωμένος — μαθός — αποκλαίω — δαμαλιστής — αιθερολόγος — βομβαρδίζω — σιτεύω — χρυσοκεντώ |
|||