|
(-ος) ο кесарь, цезарь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кесарь? — Καίσαρ как на (ново)греческом будет слово цезарь? — Καίσαρ как с (ново)греческого переводится слово Καίσαρ? — кесарь, цезарь — εκλαϊκευτής — γλίνα — δυσχεραίνω — αδαμάλιστος — κατάφρακτος — δίωρος — υαλοφανής — ξελίγωμα — γηραντικός — γεροντολογώ — φαλαινοθηρικό — ευκολομίλητος — ανασυγκροτώ — αμφιμήτριος — λαχανοζούμι — γόργειον — κάτοικας — ξανασηκώνω — προσθαλάσσωση — λαφρύς — μεγαλουσιάνα |
|||