|
(αόρ. έδιωξα) изгонять; прогонять, выгонять; τόν έδιωξαν από τό σχολείο — [phrase]его выгнали из школы[/phrase]; θά τόν διώξουν από τή δουλειά — [phrase]его уволят с работы[/phrase]; === διώξτο απ' τό μυαλό σου — [phrase]выкинь из головы[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изгонять? — διώχνω как на (ново)греческом будет слово прогонять? — διώχνω как на (ново)греческом будет слово выгонять? — διώχνω как с (ново)греческого переводится слово διώχνω? — изгонять, прогонять, выгонять — ατσούγκριστος — ελυμα — ιστολογία — συναρπάζω — άμοχθος — ραχατεύω — σχεδιάζω — άραθα — φαναρτζοδουλειά — αμαξοποιός — ενθουσιάζομαι — σίμωμα — διατακτική — συνάλληλος — συμφιλιωμένος — αντρόχτι — νιάουρο — στεατουργείο — σιδεράδικο — πολυκαιρίζω — διαρρίπισμα |
|||