ναυτόκομπος

формы словаβ
ναυτόκομπος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ναυτόκομπος? —


αναλυτηκόςατράβηχτοςμαρτυριάρικοςνικητήςολοζωήςυπερφίαλαβελάγιοστίλβωμασακχάρινοςξέσπασμανεκροφάνειασούςχεδροπάανεξέλεγκτοςροβολώαποσφραγίζωλαιμόςαμβροσίααχαμπήλωτοςπνιγηρόςπαπίσιος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit