Новогреческий словарь
ναυτόκομπος
ναυτόκομπος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ναυτόκομπος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εξαγόμενο
—
μακρινάρι
—
φυτοπαθολογία
—
εβδομάδα
—
ταλαγάνι
—
εκδούλευση
—
λιγούρα
—
γλυκανάβλεμμα
—
μεταχείριση
—
απλήγωτος
—
ψευτομάρτυρας
—
τριάρμπουρος
—
υπόσαγμα
—
αψιδώνω
—
αμαντάριστος
—
υπεσχημένα
—
εσώτερον
—
κατρουλιό
—
κρυψίγαμος
—
εξαπλασίασμός
—
ρώσικα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,