|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ναυτόκομπος? — — αναλυτηκός — ατράβηχτος — μαρτυριάρικος — νικητής — ολοζωής — υπερφίαλα — βελάγιο — στίλβωμα — σακχάρινος — ξέσπασμα — νεκροφάνεια — σούς — χεδροπά — ανεξέλεγκτος — ροβολώ — αποσφραγίζω — λαιμός — αμβροσία — αχαμπήλωτος — πνιγηρός — παπίσιος |
|||