|
η мед. ступор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ступор? — εμβροντησία как с (ново)греческого переводится слово εμβροντησία? — ступор — εξευμένιση — γαμπριλίκι — γουδόχερο — πίτερο — αμαξοτροχός — απώτερος — αποπαστρεύω — λοφιά — μαίευση — παγανιστικός — ανέκκλητος — Κιργισία — κυνόδηκτος — λιτότητα — αγαμία — μονύελος — συνέπαθον — παρηγορίητής — γλειφιτζούρι — εισδέχομαι — θεϊστής |
|||