Новогреческий словарь
εμπειρισμός
εμπειρισμός
ο
эмпиризм
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
эмпиризм
? —
εμπειρισμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
εμπειρισμός
? — эмпиризм
#
(ново)греческий словарь
—
φυλαχτό
—
Βένετοι
—
σκάρος
—
ατσάλωμα
—
σπερματαγωγός
—
ανοικοδομητικός
—
προικοθηρώ
—
αντιπαλαίω
—
πολυόροφος
—
τεμπελιάζω
—
δουλευταρού
—
μάτ
—
πεντάπραχτος
—
οινεμπόριο
—
εφημεριδάκι
—
μεταλλίκι
—
διανεμητής
—
προφορά
—
αμυλούχος
—
εύκαμπτος
—
σκάση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,