Новогреческий словарь
συνθλαστήρ
συνθλαστήρ
(-ήρος) ο
дробилка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дробилка
? —
συνθλαστήρ
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνθλαστήρ
? — дробилка
#
(ново)греческий словарь
—
ανάσυρτα
—
υπερευαισθησία
—
όραμα
—
εμπιστευτικός
—
ασήμωτος
—
προστακτικός
—
κρίση
—
αιμαθίδρωση
—
συμμαζεμένος
—
αμμουδερός
—
πασπατευτός
—
ιδιόγραφο
—
ακάλτσωτος
—
ευωδία
—
χοιρομάντρι
—
χτίριο
—
γκεβεζελίκι
—
αντιμοναχικός
—
βρωμάω
—
ακτινεργία
—
αρτοπαρασκευαστής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω