|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εικονολήπτης? — — αυτοπαινιέμαι — πολυγαμία — αμαξοστασιάρχης — κόπωση — κοτούλα — αδικοβάλλω — οχλοκρατία — αποσκάπτω — ζυγιάστρα — δάχτυλο — σταλαγματιά — γνωμολογώ — ασυγχώνευτος — κατενώπιον — ένστρωση — ζερδαβάς — αμφιδέξιος — ουροσκοπία — φιλόχριστος — κουτσούνα — σχεδιαγραφώ |
|||