Новогреческий словарь
μεσοκόβω
μεσοκόβω
(παθ. αόρ. μεσοκόφτηκα и μεσοκόπηκα)
ломить поясницу
;
~πηκα όσο ν' ανέβω τή σκάλα — [phrase]всю поясницу разломило, пока я поднимался по лестнице[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ломить поясницу
? —
μεσοκόβω
как с
(ново)греческого
переводится слово
μεσοκόβω
? — ломить поясницу
#
(ново)греческий словарь
—
ανίζησις
—
ούς
—
αποκρεύω
—
σιταρότοπος
—
μεταγραμματίζω
—
διαλογιστικός
—
υπερμεγέθης
—
σαλπιγγεκτομία
—
αποφόρτισμός
—
παρελθών
—
μπογάτσα
—
ορθρινός
—
επικοπίδα
—
καταπτύω
—
ρίπτω
—
πικροκαρδισμένος
—
αιμοβαφής
—
αντιμολία
—
γροθοκοπανιά
—
ευκαιρώνω
—
χηνοτρόφος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве