|
το грам. энклитика #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово энклитика? — εγκλιτικό как с (ново)греческого переводится слово εγκλιτικό? — энклитика — γαργάρισμός — ανθρωποπάζαρο — διηνεκής — σπαρτάρισμα — ανταρκτικός — αγοραστής — μυωπικός — βορβορότοπος — άθεος — οίαξ — μαλλομπάμπακος — αδυναμία — αλατοφύλακας — χατζής — θάρρος — μπεκιάρισσα — υστεριάζω — αργινός — παλαβός — λαχάνιασμα — μολεμένος |
|||