|
παθ. αόρ. от διαρρηγνύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διερράγην? — — οργανογενετικός — αποικιοποίηση — ελέφας — γελοιοποίηση — διάλυμα — γενειάδα — σκούπισμα — κρεβάτα — απόβαθα — λύτρωμός — Σεβαστούπολη — σκευωρία — χώνω — αρτηριακός — αλγολαγνεία — λεφτοκαριά — διορθώτρια — ξεχώνομαι — τραγούδι — οδοντωτός — αγοροκόριτσο |
|||