|
1) упрощать; 2) мат. : ~ κλάσμα — сокращать дроби #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово упрощать? — απλοποιώ как с (ново)греческого переводится слово απλοποιώ? — упрощать — κορνίστας — μυροπώλις — κατοχή — αυθυπνωτίζομαι — ξανθογένης — κακοθάνατος — χιονολισθητήρας — νάζι — φυτογραφικός — ζοριλίκι — οκτακισχίλιοι — καταθορυβώ — ξεσφίγγω — περιστοιχίζω — οικόσιτος — ασεβώ — ξετινάζω — αλληλοαποκλειόμενος — λιμενικός — χούφτιασμα — γλυκόλογο |
|||