Новогреческий словарь
εναγόμενος
εναγόμεν|ος
ο юр.
ответчик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ответчик
? —
εναγόμενος
как с
(ново)греческого
переводится слово
εναγόμενος
? — ответчик
#
(ново)греческий словарь
—
δεκαοκταπλάσιος
—
οροσειρά
—
μηλοπεπονιά
—
αποφραγμένος
—
εμψυχωτής
—
ἀναστέκομαι
—
εκνευρισμένος
—
καμπανούλα
—
κρουνός
—
ματαιότητα
—
εδρικός
—
φώναξη
—
ασυμμετρία
—
λαοφθόρος
—
λιοβασίλεμα
—
υπανάπτυκτος
—
τσιλημπούρδισμα
—
ψαροκόκαλο
—
χιονόβλημα
—
ολόλαμπρος
—
πτεροφόρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве