|
ο юр. ответчик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ответчик? — εναγόμενος как с (ново)греческого переводится слово εναγόμενος? — ответчик — παράφορος — παγκοσμιοποιώ — κατασκοπεύω — αλευρόμυλος — μυθομανής — ακτίνα — παραδίδομαι — πρωτόγαλα — έντεκα — ειλεός — αποφουρνίζω — τουρκοτέκο — παροδικότητα — προγυμνάσιο — σεργιανάω — νταρντάνα — σερίφης — σημαντήρας — τεκνογονία — αίθουσα — καλειδοσκόπιο |
|||