|
1) достригать; 2) остригать наголо #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово достригать? — αποκουρεύω как на (ново)греческом будет слово остригать наголо? — αποκουρεύω как с (ново)греческого переводится слово αποκουρεύω? — достригать, остригать наголо — απρογμοσύνη — κάπνισμα — τροχίσκος — αναπολητικός — δυσβάστακτα — γουρουνοβοσκός — οδοντοϊατρική — νευρόπονος — δενδροκόμος — αναστατώνομαι — βρεφοκομείο — εκτορεύς — λογόστεμα — αδιέξοδο — περιπλανώμαι — τρίμερος — πλουτολογικός — γλυκό- — φιμώνω — διάσειστος — ανανέωση |
|||