|
животворный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово животворный? — αναβιωτικός как с (ново)греческого переводится слово αναβιωτικός? — животворный — χελωνιάρης — σπερματόρροια — εκκεντρικός — συνεισηγητής — σταθεροποιούμαι — λυκειόπαιδο — προσωπικός — επιβάλλω — μισερώνω — οπλοβομβιδοβόλο — μονωδία — καταιόνησις — κωλομέρι — ωσμωτικότητα — επιφράσσω — βοτυλίασμός — ξεψαρωμένος — σκίμπους — περισσώς — αττικίζων — ταχιά |
|||