|
поверхностно; εξετάζω ~ — рассматривать поверхностно, скользить по поверхности (чего-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поверхностно? — επιφανειακά как с (ново)греческого переводится слово επιφανειακά? — поверхностно — ψειρίζω — εξερχόμενα — βελτίωση — βροντολαλώ — πελεκητής — κουρτίνα — γκρό — ζαλάδα — παρακάμνω — ιστιοποιός — ντερβένι — κασκέτο — ηλεκτροβιογένεση — πυργί — νοσσίδα — αληθοεπής — γαγγραίνωση — ανάργητος — λάκτισμα — έξωση — Αγγλικανικός |
|||