|
ο тот(__,__) кто понёс лёгкое наказание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто понёс лёгкое наказание? — αλαφροποινίτης как с (ново)греческого переводится слово αλαφροποινίτης? — тот, кто понёс лёгкое наказание — κορμοστασιά — δυσκολόπιστος — ετράφην — τροχονόμος — προσπελασιμότητα — δροσερός — εκτονωτικός — σατέν — ωραίος — ξεραγγιανός — εξαχρειώνω — ρευστοποίηση — ρωμιοσύνη — αποσυνθέτω — ηλεκτρώσμωση — κιτρινιάζω — οξόνη — εξηκοντούτης — καβάλλα — ανάχλι — γυψωτής |
|||