|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πρασόσουπα? — — αυτοδηλητηρίαση — παιδοψυχιατρική — πολύηχος — τυχάρπαστος — υπερχειλίζω — δέσιμο — χρόσακτις — νεοελληνικά — αναδρομικά — συννεφοσκέπαστος — ξεκόπτω — γραφειοκράτις — ῥήγνυμι — γιγαντομαχία — όγδοος — πεταμένος — ιντερνέτ — ταχυδρομικός — αρματολόμπασης — σατανιστικός — λωρίδα |
|||