|
ο эфиоп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эфиоп? — Αιθίοπας как с (ново)греческого переводится слово Αιθίοπας? — эфиоп — καρπώτρια — επίφραγμα — θυμίαμα — σπόριασμα — φρουραρχείο — ελαθον — ασυμπάθιστος — μαθήτευση — κεραμόχρους — αρτοποίηση — ιαμβοποιός — δυσανάγνωστος — βαλλιστίτις — πάναγνος — καπριτσιόζικος — γαλβανοτεχνία — βαρυαλγής — γλάκι — δισκοπρίονο — δεξιότητα — ανακριβολογώ |
|||