Новогреческий словарь
ξηρόφιλος
ξηρόφιλ|ος
бот. 1.
сухолюбивый
;
2. :
τά ~α — сухолюбы, сухолюбивые растения
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сухолюбивый
? —
ξηρόφιλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξηρόφιλος
? — сухолюбивый
#
(ново)греческий словарь
—
εκδοτικός
—
στρογγυλούτσικος
—
πτηνοτροφία
—
βενζίνη
—
τυροποίηση
—
κελάϊδισμα
—
νεοθωμισμός
—
αλληγορία
—
γαγγραίνωμα
—
κυπρίνι
—
παρελκύω
—
αχεροκάλυβο
—
τριτεγγύησις
—
λαπάς
—
συνθηματικός
—
αναγνώνομαι
—
πουκάμισο
—
ανατοκίζω
—
ανεπαίνετος
—
ασπασμός
—
διαλύζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве