|
ο 1) пограничник (в Византийском государстве); 2) скотокрад #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пограничник? — απελάτης как на (ново)греческом будет слово скотокрад? — απελάτης как с (ново)греческого переводится слово απελάτης? — пограничник, скотокрад — σταθμεύω — προσεταιρίζομαι — φρύδι — επιβριθώς — βαμβακοφυτεία — απολυταρχία — διασόβεργα — πισωκωλώνω — κατρουλιό — καλαμπουρίστρια — ήρωας — τοιχωρυχία — δρωτσίλα — συντυχάννω — βασιλοφάγος — γλαρός — χονδρογενής — ραιβοσκελία — βρωμιάρικος — τρυφηλώς — ρεζερβουάρ |
|||