|
урегулировать, улаживать (вопрос, дело) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово урегулировать? — διακανονίζω как на (ново)греческом будет слово улаживать? — διακανονίζω как с (ново)греческого переводится слово διακανονίζω? — урегулировать, улаживать — μετεωρίτης — δυσπαρατήρητος — κοίλο — μουθουνίζω — μητραλγία — φυλλάδιο — πολεμικός — σαπουνόπερα — διαμερισμός — ποδοκυλώ — χέρσωμά — κρεσόν — ειδωλολατρεία — αλλοφθαλμία — εγκαινίαση — εκσκωρίαση — αφηγούμαι — κατενώπιον — λάξεμα — επιφωνώ — γονυκλυσία |
|||