|
ο кот #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кот? — κάτης как с (ново)греческого переводится слово κάτης? — кот — υπόθερμος — ξηρόφυτα — τέλεση — έλαιον — οργανοληπτικός — μισθολόγηση — ασυστολία — αντιδωρεά — μαρκήσα — σταθεροθερμία — ακρόπρωρον — βραχύτητα — ρυπαντικά — στελέχωση — χανούμισσα — αλληλογραφία — μελισσουργικός — Θεοτόκος — έθηκα — ακομπόδετος — αβύζαγος |
|||