Новогреческий словарь
αγιοσύνη
αγιοσύνη
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγιοσύνη
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κατουριέμαι
—
αδικεύω
—
αντιστρατιωτικός
—
φεμινίστρια
—
ξαγόρεμα
—
τυχοδιωκτικός
—
απροσγείωτος
—
αδαμαντοποίκιλτος
—
εθνισμός
—
εκκήρυξη
—
μιλω
—
ακρωμίς
—
οππορτουνιστικός
—
πικροφερνω
—
φορτσάρισμα
—
μακρομύτης
—
στεγνωτικός
—
μισοκατεστραμμένος
—
λιποταχτώ
—
αμετανάστευτος
—
κοψίδι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве